- αγριοσέλινο
- τοτο άγριο, το αυτοφυές σέλινο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριοκάρδαμο — το και κάρδαμος, ο 1. η αγριοκαρδαμούδα* 2. το αγριοσέλινο* … Dictionary of Greek
αλογοσέλινο — το το αγριοσέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σέλινο] … Dictionary of Greek
γελωτοποιός — Με τη λέξη αυτή αναφέρονται συνήθως οι κωμικοί ηθοποιοί που από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση διασκέδαζαν στις διάφορες αυλές της δυτικής Ευρώπης τους άρχοντες με αστεία, πειράγματα και κάθε είδους τεχνάσματα. Αλλά οι γ.(και μάλιστα με την ίδια … Dictionary of Greek
ελειοσέλινον — ἑλειοσέλινο και ἐλειοσέλινον, το (Α) αγριοσέλινο … Dictionary of Greek
μαυροσέλινο — το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Smyrnium olusatrum τού γένους σμύρνιο, αλλ. αγριοσέλινο ή σμυρνιά … Dictionary of Greek
σμυρνιά — η, Ν το φυτό σμύρνιο, αλλ. αγριοσέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού σμύρνιο, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
σμύρνιο — το / σμύρνιον, ΝΑ [σμύρνα] γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες ή σκιαδοφόρα τής τάξης κορνώδη, με 8 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 4, με… … Dictionary of Greek
Κάραλις — Αρχαία πόλη και λιμάνι της Σαρδούς (Σαρδηνίας) που είχε χτιστεί από τους Καρχηδόνιους. Ονομαζόταν και Χάρμις. Ο Παυσανίας αναφέρει πως στις όχθες των πηγών που βρίσκονταν κοντά στην πόλη φύτρωνε ένα δηλητηριώδες αγριοσέλινο, το οποίο προκαλούσε… … Dictionary of Greek